- συλλοχισμός
- -οῦ ὁ N 2 0-1-0-0-0=1 1 Chr 9,1muster roll, enrollment, census list; neol.?
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
συλλοχισμός — parallel arrangement of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συλλοχισμός — ὁ, Α [συλλοχίζω] 1. σύνταξη στρατεύματος κατά λόχους 2. απογραφή σε κατάλογο κατά λόχους … Dictionary of Greek
ξυλλοχισμός — συλλοχισμός , συλλοχισμός parallel arrangement of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)